Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτοπλοϊκός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτοπλοϊκός -ή -ό [aktoploikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ακτοπλοΐα: Aκτοπλοϊκή συγκοινωνία. Ελληνικές ακτοπλοϊκές γραμμές. Aκτοπλοϊκά σκάφη / συγκοινωνιακά μέσα. ακτοπλοϊκώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ακτοπλο(ΐα) -ικός· λόγ. ακτοπλοϊκ(ός) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτοπλοϊκός, -ή, -ό [aktoploikós] naut
  • of coastal navigation, coasting (adj):
    • ακτοπλοϊκή συγκοινωνία coastal communication |
    • ακτοπλοϊκή γραμμή coastal ship line |
    • ακτοπλοϊκές μεταφoρές or εμπόριο coasting trade |
    • ακτοπλοϊκή εταιρία coasting navigation company |
    • ακτοπλοϊκό πλοίο or σκάφος coaster (syn ακτοπλοϊκό) |
    • ακτοπλοϊκό φορτηγό coaster, coastal freighter |
    • ~ χάρτης coastal navigation map

[der of ακτοπλοΐα after συμπλοϊκός (: σύμπλοια), νυκτοπλοϊκός (: νυκτίπλοια), πλοϊκός (Souda)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες