Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακτινοσκοπικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοσκοπικός -ή -ό [aktinoskopikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ακτινοσκόπηση: Aκτινοσκοπικό μηχάνημα. Aκτινοσκοπική εξέταση. ακτινοσκοπικά & (λόγ.) ακτινοσκοπικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ακτινοσκόπ(ησις) -ικός μτφρδ. γαλλ. radioscopique· λόγ. ακτινοσκοπικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go