Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακτινολόγος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινολόγος ο [aktinolóγos] Ο18 θηλ. ακτινολόγος [aktinolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ακτινολογία.

[λόγ. ακτινο- + -λόγος μτφρδ. γαλλ. radiologue (-logue = -λόγος)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινολόγος [aktinolóγos] ο, η,
  • ① specialist in the study of X-rays
  • ② med ιατρός ~ or ~ radiologist
  • ⓐ radiotherapist (syn ακτινοθεραπευτής) .
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go