Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακρόλιμνο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόλιμνο [akrólimno] το,
  • lake's edge, lake shore (syn ακρολιμνιά):
    • poem στο ~ με τους λεβέντες του χωριό αψηλό θα χτίση (Kazantz Od 14.1226) |
    • οι χαμηλές ετιές στ' ακρόλιμνα τον ήσκιο τους θα δώσουν (ib 22.1231) |
    • πήγαινε - πόσος πέρασε καιρός―| στ' ~ την κάθε Kυριακή (LPalamas)

[fr άκρο λίμνης; cf ακρόγιαλο, ακροθάλασσο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go