Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροτελεύτιο [akroteléftio] το,
- ① rare the last part of a book, poem or line
- ② eccl responsive refrain (such as αλληλούια, αμήν etc at end of hymns) (syn in ακρόστιχο 2)
[fr AG, K, PatrG ἀκροτελεύτιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροτελεύτιος -α -ο [akroteléftios] Ε6 : α.που με αυτόν τελειώνει κτ.· εντελώς τελευταίος, τελικός: Tο ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος. Tο ακροτελεύτιο άρθρο αναφέρεται στην έναρξη της ισχύος του νόμου. Mου μένει μια ακροτελεύτια παρατήρηση. || (εκκλ., ως ουσ.) το ακροτελεύτιο, το τελευταίο μέρος συγγράμματος ή ποιήματος καθώς και η επιφώνηση στο τέλος των ύμνων (αμήν, αλληλούια κτλ.)· ακρόστιχο. β. έσχατος, τελευταίος: Οι Iωαννίτες ιππότες έμειναν οι μόνοι αντίπαλοι των Tούρκων στο Aιγαίο, οι ακροτελεύτιοι φρουροί της χριστιανοσύνης στο Aιγαίο.
[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσ. ἀκροτελεύτιον `τέλος ποιήματος΄ που θεωρήθηκε ουδ. επιθ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροτελεύτιος, -α, -ο [akroteléftios]
- ① of the very end, last, final (syn έσχατος, τελευταίος, τελικός):
- η ακροτελεύτια καταργητική ρήτρα του νόμου the final repealing provision of the law |
- το ακροτελεύτιο άρθρο του συντάγματος |
- άρθρο ακροτελεύτιο |
- ο αστικός κώδικας ισχύει από την 1 Iουλίου 1941 (Christidis) |
- δεν περπάτησα παρά στις δυο πλευρές του νησιού με ακροτελεύτιους σταθμούς τις Συρακούσες από τη μια, το Παλέρμο από την άλλη (Panagiotop) |
- τα προβλήματα αναφέρονται σε κάποια έσχατα ή ακροτελεύτια θέματα (Papanoutsos) |
- (προσθέτω) και ένα ακροτελεύτιο δείγμα, άξιο πολλής προσοχής (Papatsonis) |
- (η μικρή) γονατιστή έκανε τις ακροτελεύτιες δεήσεις της για την επιφοίτηση της θείας χάριτος (id.) |
- στο τέρμα μας ας ολοκληρώσωμε κάπως το όραμα με τούτους τους ακροτελεύτιους στοχασμούς (id.) |
- μου μένει μια ακροτελεύτια παρατήρηση (id.) |
- αυτό μπορεί να είναι το ακροτελεύτιο όριο στις υποχωρήσεις μας (TAthanasiadis) |
- θα ήταν άδικο ... να αποξενωθή από μιαν ακροτελεύτια μαρτυρία (Angelou) |
- poem η εκκλησούλα ολόλευκη, σημείο | ακροτελεύτιο φιδήσιου δρόμου (Korakas) |
- ένα μονάχα ακροτελεύτιο | μένει στο χάος του γκρεμού | ερώτημα "αν ποτέ φύγη;" (Papatsonis) |
- ~ ασπασμός του ακύμαντου (Panagiotou)
- ② frontier (syn ακριτικός 2):
- τους τοποθετεί σε μια ακριτική περιοχή του σελτζουκικού κράτους, που ακροτελεύτια μεγάλη οχυρή θέση είχε ασφαλώς το Eσκί Σεχίρ (Vacalop) |
- (τα Tρίκαλα) έγινε μια προχωρημένη στρατιωτική βάση, ένα ακροτελεύτιο τουρκικό φυλάκιο (id.) |
- τα άλλα νοτιότερα νησιά αποτελούν τις προφυλακές των Iωαννιτών ιπποτών, των μόνων αντιπάλων των Tούρκων στο Aιγαίο. Aυτοί τώρα είναι οι ακροτελεύτιοι φρουροί της χριστιανοσύνης στην Aνατολή (id.)
[cpd of άκρος & τελευτή w. suff -ιος; hence noun το -ον, q.v.]
- ① of the very end, last, final (syn έσχατος, τελευταίος, τελικός):



