Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακροκέφαλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροκέφαλος ο [akrokéfalos] Ο20α : (ιατρ.) που έχει ακροκεφαλία.

[λόγ. < γαλλ. acrocéphale < αρχ. ἄκρο(ς) + αρχ. κεφαλ(ή) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go