Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροθαλάσσι το [akroθalási] Ο44 : (λογοτ.) η ακροθαλασσιά.
[ακρο- 1 + θάλασσ(α) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροθαλάσσι [akroθalási] το, mostly lit
- ① shoreline, shore (syn ακρογιάλι a):
- κατεβαίνουν, συναντιούνται στ' ~ |
- έχει βίλα στ' ~ |
- το σπιτάκι καμιά εικοσαριά μέτρα από τ' ~ |
- ωραίος είναι ο περίπατος στ' ~ |
- τ' ~ του Γαλαξιδιού, του Σαρωνικού |
- έκανε κρύο τσουχτερό στ' ~ |
- στρωθήκαμε στο ~ (Kazantz) |
- φεύγει μαζί της με μια βάρκα ... και προσπαθεί να γλυτώσει σε κάποιο ~ (Melas) |
- έχτισαν τα αρχοντικά τους στο ~ του κόλπου του Φόρκυνος (Floros) |
- βλέπουν από τ' ~ το πρώτο πανί ν' ανοίγεται (Vlami) |
- το δάσος αρχινάει από τ' ακροθαλάσσια, έρπει απάνω σε ψηλώματα (Sfakianakis) |
- poem χαρτοβαρκούλες τα παιδιά ρίχναν στ' ~ (anonymous) |
- μπορεί και μια αστραπή να στάθηκε στο μπλάβο ~ (Kazantz Od 21.218) |
- και πέρα στα λευκόροδα τ' ακροθαλάσσια | πέρα (Sikel) |
- κάνε, ψαρά, πεζόβολο στ' ~ να πετάς (Varnalis) |
- αηδόνι ποιητάρη, | σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ~ του Πρωτέα | σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κ' έσυραν θρήνο Lyric nightingale, on a night like this, by the shore of Proteus, the Spartan slave girls heard you and began their lament (Seferis) |
- η κωδωνοκρουσία του φωτός | μάς υποδέχεται | στο ξανθό ~ (Ritsos)
- ② fig edge, starting-point:
- poem κι οσο αλαργεύω απ' της ζωής το ~, | τόσο η φωνή γυρεύει να με φτάση (AiDafni)
[cpd of άκρο θάλασσας; so also region. ακροθάλασσο; cf ακρογιάλι]
- ① shoreline, shore (syn ακρογιάλι a):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροθαλασσιά η [akroθalasxá] Ο24 : το μέρος της ακτής που βρέχεται από τη θάλασσα· ακρογιαλιά: Έχει ένα μικρό σπιτάκι με κήπο στην ~.
[ακροθαλάσσ(ι) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροθαλασσιά [akroθalasjá] η,
- sea's edge, waterside, seaboard, shore, beach (syn in ακρογιάλι a):
- έρημη, ήσυχη ~ |
- η ~ του Σαρωνικού, της Kαβάλας |
- οι ακροθαλασσιές του Eιρηνικού |
- βάδιζαν (περπατούσαν) στην ~ |
- μαζεύτηκε όλο το νησί στην ~ |
- είδαν ένα πλεούμενο να βάνει πλώρη κατά τη δική τους ~ |
- το μονοπάτι φέρνει στην ~ |
- έχτισε σπίτι μεγάλο στην ~ |
- σπίτια χτισμένα στην ~ |
- κρινολούλουδα φύτρωναν στην ~ |
- folkt σα φτάσανε σε μιαν ~, βρίσκουν άλλον καβαλάρη (Megas) |
- εκεί που στεκότανε στην ~, ήρθε και βγήκε μπροστά της ένα μεγάλο ψάρι (Loucatos) |
- τα μετακόμιζαν στην ~ για να τα φορτώσουν σε βάρκα ή σε πλοίο (Drosinis) |
- η Mικρασία κατέβηκε στην ~, ορφανεμένη, ξεσπιτωμένη ... και τα καράβια φορτώθηκαν τ' απομεινάρια της (Panagiotop) |
- poem κ' είναι σα στύλος άπλαστος, γρανίτης ριζωμένος | κάπου στην ~ (Palam) |
- ήταν, θυμούμαι, στην ~, ανάμεσα στα κόκκινα | δίχτυα (Seferis) |
- της ακροθαλασσιάς η ρόδινη λουρίδα το πρωί (Vrettakos) |
- ... κ' εγώ είχα πιάσει | στις ακροθαλασσιές του έρμο βραχάκι | και ξεχάστηκα εκεί, τα εδώ απολησμονώντας (Athanasoulis)
[fr *ακροθαλασσία, der of ακροθάλασσα (thrice in Palam), cpd of άκρη θάλασσας, after nouns in -ία such as παραλία; cf ακρογιαλιά]
- sea's edge, waterside, seaboard, shore, beach (syn in ακρογιάλι a):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροθαλάσσιος, -α, -ο [akroθalásios] poet.
- of the shore, of the beach (syn in ακρογιαλήσιος):
- poem τ' άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου | ναού στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάι | χορταριασμένα κείτονται (Mavilis) |
- ήρθαν κι αργά εσταμάτησαν πέρα απ' τον ήσκιο το θαμπό | στ' άτρεμα που έριχναν νερά τ' ακροθαλάσσια φώτα (KParaschos)
[cpd of άκρα & θάλασσα; cf γηθαλάσσιος, παραθαλάσσιος]
- of the shore, of the beach (syn in ακρογιαλήσιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο [akroθalasítis]
- situated or dwelling on a coast, derived from a beach
[der of ακροθαλάσσι, ακροθάλασσο or ακροθαλασσιά]



