Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροβολιστής ο [akrovolistís] Ο7 : στρατιώτης που μάχεται ακροβολισμένοςα: Οι ακροβολιστές κάλυπταν τα πλευρά της παράταξης.
[λόγ. < αρχ. ἀκροβολιστής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροβολιστής [akrovolistís] ο,
- ① skirmisher:
- γραμμή των α κροβολιστών skirmish line |
- εδώ μπροστά στο σύδενδρο μαζώχτηκαν· οι ακροβολιστές τους είναι κιόλας αποκάτω (Melas) |
- μαζευόμαστε πίσω από ένα ο,τιδήποτε προκάλυμμα ..., περιμένομε λίγο, γίνονται κάτι κινήσεις των ακροβολιστών κ' ύστερα ξεκινάμε πάλι (Vlachos)
- ② fig one scouting, prober (syn που κάνει δοκιμαστικές κρούσεις):
- ο έμπειρος που έχει την ευαισθησία και την ευκαιρία να αντιληφθή ό,τι για τους άλλους περνάει απαρατήρητο ... είναι σα να βλέπη και να καταλαβαίνει πρώτος τα γεγονότα που έρχονται καταπάνω του· διακρίνει και υπολογίζει τη φάλαγγα από τους ακροβολιστές της που προηγούνται (Papanoutsos)
[fr AG, K ἀκροβολιστής, der of ἀκροβολίζω]
- ① skirmisher:



