Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακριβοπλήρωτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβοπλήρωτος, -η, -ο [akrivoplírotos] (& ακριβοπλέρωτος) D & lit
  • of high cost, costly (syn ακριβοπληρωμένος 2):
    • poem προτίμησαν προς το παρόν να βγούνε στα χωριά της περιοχής | κι ο καθένας με το φεγγαρόφωτο ή την αυγή | κουνάβια ακριβοπλήρωτα να πιάνουν και να τα πουλούν | για τους τρυφερούς σας ώμους, | κυρίες μου! (Meskos) |
    • παλαιικέ καημέ κι απ' της παλιάς μου | ζωής ακριβοπλέρωτη στιγμούλα (AKyriazis)

[cpd of ακριβά πληρωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go