Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακριβοεξετάζω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβοεξετάζω [akrivoeksetázo] (& ακριβοξετάζω)
  • examine carefully, scrutinize (near-syn ακριβολογώ):
    • ακριβοεξετάζοντας τη φθορά των πραγμάτων αυτών ... κατάντησα να πιστεύω, πως είμαι τόσο ακατάλληλος για όλον αυτόν τον τρόπο της έρευνας, όσο κανείς άλλος (Theodorakop)

[cpd of MG ακριβά 'accurately, in detail' (syn ακριβώς) & εξετάζω (w. 2nd form ξετάζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go