Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούρσευτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακούρσευτος, επίθ.
  • Που δεν κουρσεύτηκε, που δε λεηλατήθηκε:
    • (Λεηλ. Παροικ. 116).

[<στερ. α‑ + κουρσεύω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακούρσευτος -η -ο [akúrseftos] Ε5 : που δεν κουρσεύτηκε, δε λεηλατήθηκε από κουρσάρους: Δεν άφησαν ούτε ένα καράβι ακούρσευτο. || που δεν κυριεύτηκε: Aκούρσευτο κάστρο. Aκούρσευτη πολιτεία.

[μσν. ακούρσευτος < α- 1 κουρσεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακούρσευτος, -η, -ο [akúrseftos]
  • not sacked, unplundered, unpillaged by pirates (syn αλεηλάτητος από κουρσάρους, ant κουρσεμένος, λεηλατημένος):
    • άφησαν το νησί ακούρσευτο |
    • η πολιτεία στάθηκε ακούρσευτη

[fr LMG ακούρσευτος: κουρσεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες