Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουστικότητα [akustikótita] η, (& L ακουστικότης) (L)
- ① audibility:
- ~ ασυρμάτου, ~ σημάτων
- ② acoustics (syn ακουστική 2):
- η ~ χώρου
[der of ακουστικός]
- ① audibility:



