Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουαμαρίνα η [akuamarína] Ο25 : ημιπολύτιμος λίθος με γαλάζιο ή γαλαζοπράσινο χρώμα.
[ιταλ. acquamarina]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουαμαρίνα [akuamarína] η, mining
- aquamarine, beryl (syn βήρυλλος)
[fr Lat aqua marina 'sea water' or It acquamarina]



