Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακονόπετρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακονόπετρα η [akonópetra] Ο27 : είδος σκληρής πέτρας με την οποία γίνεται το τελευταίο στάδιο της εργασίας του ακονίσματος.

[ακόν(ι) -ο- + πέτρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακονόπετρα [akonópetra] η,
  • whetstone, grindstone, oilstone, hone (syn in ακόνι 1):
    • βρήκε μια ~ στο ποτάμι |
    • έσερνε την ~ |
    • poem τα ρόδια που τ' αγάπησα γεμάτα τέλος από καλοκαίρι |
    • καταμεσήμερο τις ακονόπετρες όταν τροχίζουν τα τζιτζίκια (Kotsiras)

[cpd w. πέτρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go