Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακομπανιάρισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακομπανιάρισμα το [akompanárizma] Ο49 : (μουσ.) η ενέργεια του ακομπανιάρω, η μουσική συνοδεία.

[ακομπανιαρισ- (ακομπανιάρω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακομπανιάρισμα [akompanjárizma & akombanjárizma] το, mus
  • accompaniment figure (syn μουσική υπόκρουση)

[der of ακομπανιάρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go