Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακολασταίνω [akolasténo] only pr (L)
- indulge in debauchery, be dissolute, live in licentious ways (syn ασωτεύω, είμαι έκδοτος σε ηδονές, ζω ακόλαστα, διαπράττω ακολασία)
[fr AG ἀκολασταίνω]



