Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακινητοποιημένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακινητοποιημένος, -η, -ο [acinitopiiménos] (L)
  • immobilized (ant κινητοποιημένος):
    • (το πόδι μου και το χέρι μου) τα αισθάνθηκα πιασμένα απέξω και ολότελα ακινητοποιημένα

[ppp of ακινητοποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go