Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακαταπόνητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταπόνητα [akatapónita] adv (L)
  • unwearily, indefatigably, tirelessly (syn άκοπα1):
    • δουλεύει ~ |
    • ο ποιητής σκαλίζει, ψάχνει ~ μέσα στο γλωσσικό θησαυρό του λαού του για να βρη ... τις λέξεις τις παρθένες (Papanoutsos) |
    • η πολιτεία ολόκληρη φλυαρεί ~ (Panagiotop) |
    • αν δεν είναι πλασμένοι από την πολύτιμη πρώτη ύλη των αιώνια ανήσυχων, των ~ άγρυπνων (id.)

[der of ακαταπόνητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go