Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακατανόητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατανόητα [akatanóita] adv
  • inexplicably, without rhyme or reason (syn ανεξήγητα or δυσεξήγητα):
    • τι τύχη κ' η δική της να λάμψη και να χαθή έτσι ~ και μοιραία! (Theotokas) |
    • έμεινε ψυχικά δική του, με τρόπο, με φρίκη, αλλά κι ~ γοητευμένη (Thrylos) |
    • μετάφραζαν αποκλειστικά σχεδόν Aριστοτέλη, κατά λέξη και κάποτε ~ (Tatakis)

[der of ακατανόητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go