Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακατάστατα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάστατα [akatástata] adv
  • in a disorderly manner, erratically:
    • εργάζεται ~ he works erratically |
    • η καρδιά του δουλεύει ~ και δυνατά |
    • γράφουν ολωσδιόλου ~ |
    • μικροπράγματα ριγμένα ~ εδώ κ' εκεί (Loukop) |
    • άγγιξε το σωρό παπύρους που γέμιζαν ~ το τραπέζι (Roufos) |
    • του είπα γρήγορα γρήγορα κι ~, με πιασμένη ανάσα, τα νέα (Terzakis)

[der of ακατάστατος; cf MG ακαταστάτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go