Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάβρεχτα [akatávrexta] adv
- without sprinkling w. water, without watering (syn χωρίς κατάβρεγμα):
- έχουν ~ και γι' αυτό έχει πολλή σκόνη
[der of ακατάβρεχτος]
- without sprinkling w. water, without watering (syn χωρίς κατάβρεγμα):



