Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακαρτέρητος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαρτέρητος, -η, -ο [akartéritos]
  • ① unable to endure, impatient (syn ανυπόμονος, ant υπομονετικός):
    • το παιδί πεινάει, είν' ακαρτέρητο
  • ⓐ very eager for work etc:
    • είναι ~ στη δουλειά
  • ② unexpected (syn ακαρτέρευτος):
    • ~ μουσαφίρης μάς ήρθε |
    • ακαρτέρητο κακό που μας βρήκε!

[fr K, PatrG ακαρτέρητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go