Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαρτέρει [akartéri] (άκλ.) : (ως επίρρ., λογοτ.) καρτερώντας, κυρίως στην έκφραση κι ~, κι ~, για να δηλώσουμε τη μακροχρόνια προσμονή.
[προστ. του μσν. ακαρτερώ < καρτερώ με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-kar > nakar > n-akar] ]



