Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαλαίσθητα [akalésθita] adv
- without (good) taste, in bad taste (syn άκομψα, κακόγουστα, κακότεχνα, χωρίς καλαισθησία, με χοντροκοπιά):
- ντύνεται ολωσδιόλου ~ |
- φέρθηκε ~
[der of ακαλαίσθητος]
- without (good) taste, in bad taste (syn άκομψα, κακόγουστα, κακότεχνα, χωρίς καλαισθησία, με χοντροκοπιά):



