Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαίρως, επίρρ.
-
- 1) Πριν από την κατάλληλη ώρα, πρόωρα:
- (Διγ. Z 2625).
- 2) Mάταια, αδικαιολόγητα:
- εις αυτό ακαίρως εδιαβήκε (Kορων., Mπούας 10921).
[αρχ. επίρρ. ακαίρως]
- 1) Πριν από την κατάλληλη ώρα, πρόωρα:



