Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιωρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιωρίζω [eorízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) κάνω κτ. να αιωρείται.

[λόγ. αιω ρ(ούμαι) -ίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιωρίζω [eorízo]
  • cause to oscillate, swing to and fro (syn αιωρώ):
    • οι ψυχικές διαθέσεις ... τον αιωρίζουν σε μια περιπλάνηση, κάτι σαν ταξίδι στο διάστημα (Peranthis) |
    • το ντουφέκι ήταν πάντα γεμάτο, αιωριζόταν (TDoxas)

[der of αιώρα or fr αιωρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες