Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιχμαλώτιση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιχμαλώτιση η [exmalótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αιχμαλωτίζω: H ~ ενός στρατιώτη / του λόχου / του πλοίου.

[λόγ. αιχμαλωτι- (αιχμαλωτίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιχμαλώτιση [exmalótisi] η,
  • ① seizure, capture (syn αιχμαλωσία 1, αιχμαλωτισμός)
  • ② enslavement, captivity, enthralment (syn αιχμαλωσία 2) .
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go