Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιχμάλωτον το· αιγμάλωτον· αμάλωτον· ομάλωτο.
-
- 1) (Συν. στον πληθ.) αιχμάλωτος:
- ήνεγκεν εκείθεν αιχμάλωτα πολλά και πλούτον (Iστ. πολιτ. 5221).
- 2) Δούλος:
- τους πουλούν ως αμάλωτα (Χρον. Μορ. H 1261).
- 3) Tαλαίπωρος, δυστυχισμένος, κατατρεγμένος:
- ξένα, πτωχά και αμάλωτα και από τον βιον του εζούσαν (Πικατ. 235· Δεφ., Λόγ. 147).
[ουδ. του επιθ. αιχμάλωτος ως ουσ. Τ. αγμάλωτο σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. αιχμάλωτος). Για τον τ. αμ‑ πβ. στο Du Cange, λ. μάλωτο]
- 1) (Συν. στον πληθ.) αιχμάλωτος:



