Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιφνιδιασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδιασμένος, -η, -ο [efni∂iazménos]
  • taken or caught by surprise, surprised:
    • αιφνιδιασμένοι όπως ήμαστε δεν είπαμε τίποτα |
    • οι Δυτικές Δυνάμεις αιφνιδιασμένες, ... παράλυτες από το απροσδόκητο χτύπημα δεν θα προλάβαιναν ... ν' αντιδράσουν (Terzakis)

[ppp of αιφνιδιάζω, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες