Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αισχροκέρδεια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισχροκέρδεια η [esxrokérδia] Ο27 : επιδίωξη και ιδίως επίτευξη υπερβολικού κέρδους με παράνομα ή ανήθικα μέσα· (πρβ. κερδοσκοπία): H ~ των μεσαζόντων / εμπόρων / εργολάβων. Διατάξεις του νόμου για την πάταξη της αισχροκέρδειας.

[λόγ. < αρχ. αἰσχροκέρδεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισχροκέρδεια [esxrocér∂ia] η, (L)
  • illicit (sordid), i.e. excessive or deceitful, gain, profiteering (syn αθέμιτη κερδοσκοπία):
    • η ~ των εμπόρων είναι γνωστή σ' εποχή πολέμου

[der of αισχροκερδής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go