Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αισιόδοξα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αισιόδοξα [esió∂oksa] adv
  • optimistically, sanguinely (ant απαισιόδοξα):
    • ατενίζω το μέλλον ~ |
    • πίστευε ~ πως θα μπορούσε να επιτύχη |
    • δε μένει άλλο παρά να ταχτοποιηθούμε, έκανε ~ (Terzakis)

[der of αισιόδοξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go