Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αισθητικώς, επίρρ.· αιστητικώς.
-
- Πραγματικά, αληθινά:
- (Λίβ. Esc. 2702).
[αρχ. επίρρ. αισθητικώς]
- Πραγματικά, αληθινά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικώς [esθitikós] adv
- fr the esthetic viewpoint, esthetically (syn αισθητικά):
- μια τέτοια ιδέα ... είναι ~ κακή (Papantoniou) |
- (ο μουσικός αναδημιουργός) αχρηστεύεται τώρα από τις ηλεκτρονικές συσκευές παραγωγής οργανωμένης ~ ηχητικής ύλης (Giatras) |
- τείνει ... ο χώρος της εκκλησίας να φανή ~ άπειρος παρά το περατό του περίβλημα (Michelis)
[fr MG αισθητικώς ← PatrG 'perceptible to the senses; w. feeling' ← AG]
- fr the esthetic viewpoint, esthetically (syn αισθητικά):



