Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αισθησιαρχία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθησιαρχία η [esθisiarxía] Ο25 : η αισθησιοκρατία.

[λόγ. αίσθησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. sensualisme]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθησιαρχία [esθisiarçía] η, philos
  • sensualism, sensationalism (syn αισθησιοκρατία, σενσουαλισμός):
    • ~ των σοφιστών |
    • Tζων Λοκ, ιδρυτής της αισθησιαρχίας

[cpd w. -αρχία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go