Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθηματικώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αισθηματικώς [esθimatilkós] adv (L)
  • ① in a sentimental way, sentimentally (syn αισθηματικά 1)
  • ② in a love relationship, in love, romantically (syn in αισθηματικά 2):
    • οι δύο νέοι συνδέθηκαν ~

[der of αισθηματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες