Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμοφιλία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμοφιλία η [emofilía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε έλλειψη πήξεως του αίματος και εκδηλώνεται ως αδυναμία διακοπής της αιμορραγίας.

[λόγ. < γαλλ. hémophilie < hémo- = αιμο- + -philie = -φιλία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμοφιλία [emofilía] η, med
  • hemophilia (syn αιμορροφιλία)

[modern term, der of αιμόφιλος (q.v.), prob loan transl fr Fr hémophilie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go