Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοσφαίριο το [emosfério] Ο40 : (φυσιολ.) έμμορφα στοιχεία του αίματος που διακρίνονται σε ερυθροκύτταρα και λευκοκύτταρα: Ερυθρά / λευκά αιμοσφαίρια. Aύξηση / μείωση των λευκών αιμοσφαιρίων.
[λόγ. αιμο- + σφαίρ(α) -ιον μτφρδ. γαλλ. cellule san guine]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοσφαίριο [emosfério] το,
- blood corpuscle or cell, globule:
- ερυθρά αιμοσφαίρια red blood corpuscles |
- λευκά αιμοσφαίρια leucocytes |
- poem (το γνωρίζαμε) πως σ' ένα ~μέσα μπορεί |
- να υπάρχουν χιλιάδες τριαντάφυλλα άγνωστα (Vrettakos) |
- κάτι θα πρέπη ...| ν' αργοκυλούσε μες στις ... φλέβες μου, |
- κάποιο ~ που 'φτασε ξάφνου ως τα μάτια και κύλησε σαν |
- δάκρυ (AAlexandrou)
[cpd w. σφαιρίον but the latter is a loan transl of Fr globule; for -σφαίριον cf ημισφαίριον, ByzG τα ακροσφαίρια]
- blood corpuscle or cell, globule:



