Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμοποίηση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμοποίηση η [emopíisi] Ο33 : (φυσιολ., ιατρ.) παραγωγή αίματος και ιδίως αιμοσφαιρίων από τα σχετικά όργανα του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. hémopoièse < hémo- = αιμο- + -poièse = -ποίη(σις) -ση, hémopoièse < hématopoièse < ελνστ. αἱματοποιητικός `που δημιουργεί αίμα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμοποίηση s. αιματοποίηση.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go