Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμολυσίνη η [emolisíni] Ο30 : (φυσιολ., ιατρ.) η ουσία που προκαλεί την αιμόλυση.
[λόγ. < γαλλ. hémolysine < hémolys(e) = αιμόλυσ(ις) -ine = -ίνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμολυσίνη [emolisíni] η, med
- hemolysin.



