Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοδοτικός -ή -ό [emoδotikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αιμοδοσία ή στον αιμοδότη: ~ σταθμός. Aιμοδοτική άδεια. || (ως ουσ.) η αιμοδοτική, η αιμοδοτική άδεια.
[λόγ. αιμοδότ(ης) -ικός]



