Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματοπότης ο.
-
- Aυτός που πίνει αίμα, αιμοβόρος:
- λύκος … ο αιματοπότης (Διήγ. παιδ. 24).
[αρχ. ουσ. αιματοπώτης· βλ. και LBG. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Aυτός που πίνει αίμα, αιμοβόρος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματοπότης [ematopótis] ο, (L) & dial (& ματοπότης) αιματοπότρα [ematopótra] η,
- ① bloodsucker (syn αιματορούφης) also fig:
- το κουφάρι του παιδιού ήταν ακουμπισμένο ... σαν το είδωλο ενός αιματοπότη Θεού που δεχόταν τη θυσία (Myriv) |
- άγρια θεότητα, αμάλαγη, σφίγγα ή αμαζόνα αιματοπότρα (Terzakis) |
- πέσανε σα λύκοι ματοπότες μέσα στην Τουρκιά (Prevelakis) |
- ο ~ χαλίφης (Panagiotop) |
- poem φαίνεσαι στον κόσμο καταπόρφυρος, |
- Θεέ πατέρα αιματοπότη! (Palam) |
- εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι, |
- καματερά ανθρωπόμορφα σπρωμένα απ' τη βουκέντρα |
- ... δυνάστη αιματοπότη (id.) |
- κ' ήταν εμέ το πάθος μου |
- σαν τον αιματοπότη |
- αγιούπα ... (Skipis) |
- από κρασί πιότερο στέργει το αίμα σας |
- ο ~ ο Μινώταυρος (id.)
- ② entom horsefly, gadfly (syn αλογόμυγα, τάβανος, L οίστρος)
[fr MG ← K αιματοπότης bes αιμοπότης (whence kath αιμοπότης), cpd w. πότης]
- ① bloodsucker (syn αιματορούφης) also fig:



