Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματολόγος ο [ematolóγos] Ο18 θηλ. αιματολόγος [ematolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην αιματολογία: Ειδικός ~.
[λόγ. < γαλλ. hématologue < hémato(logie) = αιματο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματολόγος [ematolóγos] ο, η,
- hematologist
[cpd w. -λόγος]



