Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιθαλομίχλη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθαλομίχλη η [eθalomíxli] Ο30 : νέφος καπνού που δημιουργείται κυρίως από τις βιομηχανικές δραστηριότητες του ανθρώπου.

[λόγ. αιθάλ(η) -ο- + ομίχλη μτφρδ. αγγλ. smog < σύντμ. smo(ke) `καπνός΄ + (fo)g `ομίχλη΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιθαλομίχλη [eθalomíxli] η, (L) neol
  • smog (syn καπνομίχλη) .
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go