Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιγοπρόβατα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιγοπρόβατα τα [eγopróvata] Ο40 : (λόγ.) τα γιδοπρόβατα.

[λόγ. αιγο- + πρόβατα μτφρδ. του λαϊκού γιδοπρόβατα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιγοπρόβατα [eγopróvata] τα, (flock of)
  • goats and sheep (syn γιδοπρόβατα)

[dvandva αίγες & πρόβατα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go