Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αθωνικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθωνικός -ή -ό [aθonikós] Ε1 : αγιορείτικος: Ένας ~ κώδικας. Aθωνικά χειρόγραφα. Aθωνική τέχνη.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) Ἄθων `Άθως΄ -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθωνικός, -ή, -ό [aθonikós]
  • of or fr Athos, pertaining to the monasteries of Athos:
    • αθωνική εικόνα, αθωνικά χειρόγραφα |
    • δεν πρέπει να ζητήσωμε στο Όρος αποκλειστικά μια μοναστική τέχνη, ένα αθωνικό ύφος (Papantoniou) (syn αθωνίτικος)

[der of Άθωνας, q.v. s. Άθως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go