Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αθησαύριστος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθησαύριστος -η -ο [aθisávristos] Ε5 : (για λέξεις, λαογραφικά στοιχεία κτλ.) που δεν τον έχουν συλλέξει, καταγράψει κτλ.: Πολλά δημοτικά τραγούδια, παραμένοντας αθησαύριστα, κινδυνεύουν να χαθούν. Λεξικό αθησαύριστων λέξεων. Aθησαύριστοι τύποι λέξεων.

[λόγ. < αρχ. ἀθησαύριστος `ακατάλληλος για αποθήκευση΄ κατά τη σημ. της λ. θησαυρίζω2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθησαύριστος, -η, -ο [aθisávristos]
  • ① not collected, not included in a collection of any kind:
    • αθησαύριστη ύλη |
    • αθησαύριστες λέξεις |
    • ~ τύπος word form unrecorded in lexica |
    • πολλά δημοτικά τραγούδια μένουν αθησαύριστα |
    • παρουσιάζουν ... με λαθεμένο τρόπο τα αθησαύριστα φαινόμενα, στων οποίων την έκδοση ή την παρουσίαση προβαίνουν (Dimaras) |
    • poem οργώνοντας αδρά το πλούσιο χώμα, | που μέσα του αθησαύριστα κοιμώνται | τα τρίσβαθα αγαθά (Sikel)
  • ② who has not accumulated wealth:
    • όλοι έχουν θησαυρίσει, εγώ μονάχα έμεινα ~

[fr AG ἀθησαύριστος; cf also δυσθησαύριστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go