Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθερινός [αθerinós] ο, ichth
- sand smelt, atherine, silversides, Atherina hepsetus (syn αθερίνα 1) and Atherina boyeri (also αθερινός σουβλί):
- δένουν ένα γλαρόφτερο μαζί με το αγκίστρι στην άκρα μακριάς πετονιάς ... Tα μεγάλα ψάρια το περνούνε για αθερινό, το καταπίνουν και αγκιστρώνονται (Melas).
- sand smelt, atherine, silversides, Atherina hepsetus (syn αθερίνα 1) and Atherina boyeri (also αθερινός σουβλί):



