Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αηδονολαλιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αηδονολαλιά η [(ai)δonolalá] Ο24 : το κελάηδημα του αηδονιού.

[αηδόν(ι) -ο- + λαλιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αηδονολαλιά [aj∂onolaljá] η,
  • ① nightingale's song (syn in αηδόνισμα)
  • ② quarrel among women (syn γυναικοκαβγάς)

[cpd w. λαλιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go