Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπλανοφόρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροπλανοφόρο το [aeroplanofóro] Ο39 : μεγάλο πολεμικό πλοίο, με κατάστρωμα κατάλληλο για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων: Aμερικανικό ~.

[λόγ. αεροπλάν(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος μτφρδ. γαλλ. porte-avions ή αγγλ. aircraft carrier]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροπλανοφόρο [aeroplanofóro] το, navy
  • aircraft carrier:
    • ~ συνοδείας escort aircraft carrier |
    • ~ κρούσεως attack aircraft carrier |
    • τ' αεροπλανοφόρα δολιχοδρομούνε γύρω στις ακτές

[substantiv. n fr αεροπλανοφόρον σκάφος or πλοίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες