Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αεροπλανικό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροπλανικό το [aeroplanikó] Ο38 : τέχνασμα της πάλης κατά το οποίο ο παλαιστής σηκώνει τον αντίπαλο και τον εξακοντίζει μακριά. || (ως επίθ.): ~ κόλπο.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αεροπλανικός < αεροπλάν(ο) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροπλανικός, -ή, -ό [aeroplanikós]
  • pertaining to airplanes:
    • αεροπλανικό κόλπο wrestling airplane spin |
    • οι αριστοτεχνικές λαβές, τα αεροπλανικά κόλπα και τα κτυπήματα δίνουν και παίρνουν (Nea 4.8.62)

[der of αεροπλάνο w. suff -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go