Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερομοντέλο το [aeromodélo] Ο39 : ομοίωμα πτητικής συσκευής (αεροπλάνου κτλ.) στατικό ή συνηθέστερα ιπτάμενο: ~ με / χωρίς κινητήρα. Tηλεκατευθυνόμενο ~.
[λόγ. αερο- + μοντέλο κατά τη σημ. της λ. αερομοντελισμός]



